GO UP

Ι.Μ. Παμμεγίστων Ταξιαρχών (Ταξιάρχης)

separator
Price
Scroll down

Ι.Μ. Παμμεγίστων Ταξιαρχών (Ταξιάρχης)

per person

Η Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών, η οποία ιστορικά αναφέρεται και ως Μονή Κουσκού, βρίσκεται δυτικά του ομωνύμου οικισμού, κοντά στον ποταμό Αλιάκμονα και στον οδικό άξονα της Εγνατίας οδού με κατεύθυνση προς Ηγουμενίτσα. Σε σωζόμενο Κατάστιχο του 1834, το οποίο δίνει ιστορικές πληροφορίες για την οικονομική επιφάνεια της Μονής, τις συναλλαγές, τους εμπορικούς δρόμους και τους κοντινούς εξισλαμισμένους οικισμούς, αναφέρεται ότι οι εργασίες περατώθηκαν το 1833-1834. Σε αυτό συνηγορεί και η μαρτυρία δύο επιγραφών με τη χρονολογία 1833, χαραγμένων σε λίθους στο βορειοανατολικό μέρος του συγκροτήματος και στην εξωτερική γωνία της ανατολικής πλευράς της αυλής. Η έναρξη κατασκευής του μοναστηριακού συγκροτήματος μπορεί να τοποθετηθεί πριν το 1813 με 1815, όπως προκύπτει από εγγραφή του 1813 στο Κατάστιχο και από μαρτυρία για επιγραφή του 1815 πάνω από την εξώθυρα του καθολικού. Ενθύμηση σε Μηναίο (του 1777) της Μονής αναφέρει ότι το μοναστήρι «πατήθηκε» στα 1828. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η Μονή ιδρύθηκε στη θέση παλαιότερου μοναστηριού, αν λάβει κανείς υπόψη τη μαρτυρία μαρμάρινης επιγραφής με τη χρονολογία 1768, σε δεύτερη χρήση στον ανατολικό τοίχο κάτω από το γείσο της στέγης του ναού.

Το συγκρότημα της Μονής του 19ου αιώνα σώζεται στο σύνολό του: ο περίβολος της μονής, ορθογώνιας κάτοψης, έχει φρουριακό χαρακτήρα, στη βόρεια και νότια πλευρά υφίστανται αντίστοιχα δύο διώροφες πτέρυγες κελιών που περιλαμβάνουν το αρχονταρίκι, το μαγειρείο, τον φούρνο και βοηθητικούς χώρους. Η κεντρική πύλη της Μονής βρίσκεται στη δυτική πλευρά, μια μικρότερη πύλη ανατολικά όπως και ο φούρνος. Στην βορειοανατολική πλευρά της λιθόστρωτης αυλής βρίσκεται πηγάδι με τετράρριχτη στέγη που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες με τετράγωνα κιονόκρανα. Στην ανατολική πλευρά έχει ορθωθεί το κωδωνοστάσιο, το οποίο κτίστηκε με βάση λίθινη επιγραφή το 1897 από μαστόρους του χωριού Καλλονή. Στο κέντρο του συγκροτήματος βρίσκεται το καθολικό. Πρόκειται για τρίκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική με τρούλο και εγκάρσιους χορούς. Ανήκει στον εγγεγραμμένο σταυροειδή αθωνικό τύπο με βυζαντινή αφετηρία που συνέχισε να εφαρμόζεται και στη μεταβυζαντινή ναοδομία. Η κύρια είσοδος στο καθολικό βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου του κυρίως ναού, έχει ανθρωπόμορφο σχήμα και ενδιαφέρουσα λιθανάγλυφη διακόσμηση με ρόδακες, σταυρό και δικέφαλους αετούς. Στον δυτικό τοίχο του νάρθηκα ανοίγεται μια δεύτερη είσοδος με ημικυκλικό υπέρθυρο, πάνω από την οποία απεικονίζονται οι Ταξιάρχες σε αβαθές αψίδωμα. Το ιερό, ο κυρίως ναός και ο νάρθηκας επισημαίνονται με την διαμόρφωση διαφορετικών επιπέδων. Η μονή λειτούργησε και ως ιαματικό κέντρο εγκοιμήσεως-εγκλεισμού, καθώς στον νάρθηκα σώζονται αλυσίδες που συγκρατούσαν τους ψυχικά ασθενείς.

Ο ναός είναι εσωτερικά κατάγραφος. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή στο εσωτερικό υπέρθυρο της νότιας εισόδου, ο τοιχογραφικός διάκοσμος ολοκληρώθηκε στις 3 Απριλίου 1848, επί μητροπολίτη Ιωαννίκιου, από τους αδελφούς Νικόλαο, Ιωάννη και Βασίλειο. Η αγιογράφηση διήρκεσε τουλάχιστον εννέα μήνες βάσει ενθύμησης των τριών ζωγράφων με ημερομηνία 26 Ιουλίου 1847 σε Παρακλητική (του 1728) του ναού. Όπως προκύπτει από άλλες πηγές, οι ζωγράφοι προέρχονται από τη γνωστή οικογένεια Μπακόλα από τον Άγιο Γεώργιο ή Τσούρχλι Γρεβενών. Από το εικονογραφικό πρόγραμμα, στο πνεύμα της μακεδονικής σχολής αγιογραφίας ξεχωρίζουν ο Κύκλος της Γένεσης και κυρίως οι τιμωρίες των κολασμένων, οι ολόσωμες απεικονίσεις ιδρυτών μονών, του Οσίου Νικάνορα της Μονής Ζάβορδας στην Δεσκάτη και του Διονύσιου εν Ολύμπω της ομώνυμης μονής, οι Ταξιάρχες, οι ισαπόστολοι Πέτρος και Παύλος, οι οποίοι κρατούν ομοιώματα εκκλησιών, καθώς και του νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου από το Τσούρχλι. Προγενέστερη φάση τοιχογράφησης μαρτυρείται από γραπτή επιγραφή στην Ανάληψη, στον ανατολικό τοίχο του Ιερού, με τη χρονολογία 1834. Γραπτές επιγραφές-δεήσεις κατοίκων του χωριού χωρίς αναγραφή του έτους βρίσκονται στις παραστάσεις των αγίων Δημητρίου, Γεωργίου και Στεφάνου. Το κεντρικό ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τμήμα του τέμπλου χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ νεότερη επέμβαση αποτελούν ξύλινα τμήματα με ζωγραφιστό διάκοσμο: επιγραφές στο βόρειο τμήμα του τέμπλου δίνουν τη χρονολογία 1846 και το όνομα του ζωγράφου Ιωάννη από το Τζούρχλι. Επίσης, σε δύο δεσποτικές εικόνες αναγράφεται το έτος 1856. Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Μονή πιθανολογείται βάσει σπαράγματος κώδικα του 1787, με θρήνο για την επιδημία πανώλης που ενέσκηψε στην Πόλη το 1778, και σύμφωνα με μαρτυρία για χειρόγραφο αντίγραφο του λεξικού της Σούδας που φυλασσόταν εκεί μέχρι το 1957.

Πηγή / Βιβλιογραφία

Προσβασιμότητα: Το μνημείο είναι κλειστό για το κοινό γιατί χρήζει εργασιών συντήρησης.