Κούλια (Λόχμης)
per person
Κούλια
Πρόκειται για οχυρή, πυργόμορφη κατοικία. Ο τύπος αυτός έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο, ενώ μορφολογικά και αρχιτεκτονικά παράλληλα εντοπίζονται στην Ήπειρο και την Αλβανία. Η κούλια της Λόχμης αξιόλογο μνημείο της οθωμανικής περιόδου, αποτελεί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα οχυρωματικής κατοικίας στη βορειοδυτική Ελλάδα. Η λέξη κούλια προέρχεται απ’ την τουρκική λέξη kule, που σημαίνει πύργος.
Οικία του μπέη της περιοχής, σε περίοπτη θέση ελέγχου στον ιστό του οικισμού στη θέση “Λόφος” κατασκευάσθηκε τον Μάιο του 1848, σύμφωνα με λιθανάγλυφη πλάκα που φέρει φυτικό διάκοσμο με αντωπά κυπαρίσσια στην είσοδο. Το κτίριο έχει τετράριχτη στέγη, είναι διώροφο με ορθογωνισμένους γωνιόλιθους σε οριζόντια διάταξη. Τμήματα του ισογείου στεγάζονται με θόλο ενώ περιμετρικά υπήρχαν τυφεκιοθυρίδες, σήμερα κτισμένες με αποτέλεσμα οι όψεις να εμφανίζονται κλειστές και συνεχείς. Το μεγάλου πλάτους χαμηλωμένο τόξο της εισόδου διατάσσεται παράλληλα προς το δρόμο σε σχήμα Π. Διακόπτοντας τη συνέχεια του μετώπου και στον άξονα των ανοιγμάτων βρίσκεται καταχύστρα για την ενίσχυση του αμυντικού χαρακτήρα του μνημείου, καθώς από εδώ οι ιδιοκτήτες έριχναν καυτό λάδι όταν δέχονταν επίθεση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χαμηλά λιθανάγλυφα στην εξωτερική τοιχοποιία: απεικόνιση ροδάκων με πουλιά και σε γωνιόλιθους τζαμιού και χορού με ανδρικές μορφές.
Η επικοινωνία με τον πρώτο όροφο, όπου και η κατοικία της οικογένειας, γινόταν με ξύλινη σκάλα. Στον όροφο, ανοίγονται περιμετρικά, ορθογώνια παράθυρα με πλαίσια από πελεκητή πέτρα και πανοραμική θέα της περιοχής. Εσωτερικά, από το παλαιό κτίσμα σώζεται ένα τζάκι ενώ το κτίριο, οικία ιδιώτη, που υπέστη ζημιές από τον ισχυρό σεισμό που έπληξε τα Γρεβενά το 1995 έχει αποκατασταθεί.
Αιωνόβια δρυς
Ανατολικά του Ιερού Ναού των Ταξιαρχών και της Κούλιας βρίσκεται αιωνόβια δρυς ( Quercus petraea) ηλικίας περίπου 870 ετών και ύψους 24μ. η οποία έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο της φύσης. Στα κλαδιά της κρέμεται η ενεπίγραφη καμπάνα του ναού κατασκευσμένη το 1922 στο εργοστάσιο Χριστάκη Κυπριτζή στα Γρεβενά. Ένα από τα μακροβιότερα δέντρα, χρησιμοποιείται στην ναυπηγική, την οικοδομική, την επιπλοποιία, ως καύσιμη ύλη ενώ ο φλοιός και οι καρποί στη βυρσοδεψία, στη βαφική και στη φαρμακευτική. Τα βελανίδια ακόμη αποτελούν τροφή για τα άγρια και ήμερα ζώα.
Τα αιωνόβια δένδρα σύμφωνα με την παράδοση αναφέρονται ως δέντρα ιερά, φυσικοί οργανισμοί που συμβολοποιούνται μέσα από πολιτισµικές πρακτικές: Η σχέση με το θείο απαντάται ήδη στη μυθολογία με τον μύθο της Δήμητρας και του Eρυσίχθωνα και τη σύνδεση των δέντρων με θεούς, ημίθεους και νύμφες και η Βαλανίς, μία από τις Αμαδρυάδες νύμφες, ήταν η νύμφη του δέντρου της βελανιδιάς και δρυς ήταν το ιερό, προφητικό δένδρο του Δωδωνιαίου Δία στο Μαντείο της Δωδώνης. Κατά την ελληνιστική περίοδο ρυσά στεφάνια βελανιδιάς συναντούμε συχνά ως κτερίσματα σε βασιλικούς τάφους ιδιαίτερα στην Μακεδονία όπου και θεωρείτο ιερό δένδρο. Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί το περίτεχνο στεφάνι του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, που βρέθηκε στον βασιλικό τύμβο των Αιγών από το οποίο σώζονται 313 φύλλα και 68 βελανίδια.
Η διαχρονική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον έχει αποτυπωθεί και στη λαϊκή παράδοση. Δέντρα και δάση που ανήκαν σε μονές ή εκκλησίες προστατεύονταν από την κοπή με τιμωρία καθώς τα μεγάλα και παλαιά δέντρα θεωρούνται στοιχειωμένα ενώ συνεχίζουν οι λατρευτικές πρακτικές για την ίαση των ασθενών όπως η εγκοίμηση και το θυμίαμα κάτω από αυτά, η ανάρτηση ταμάτων κ.λπ.
Πηγή / Βιβλιογραφία
Προσβασιμότητα: Περιορισμένη πρόσβαση, ο χώρος αποτελεί ιδιωτική οικία.